- περιαθροίζομαι
- Ασυναθροίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιαθροιζόμενον — περιαθροίζομαι gather about pres part mp masc acc sg περιαθροίζομαι gather about pres part mp neut nom/voc/acc sg περιαθροϊζόμενον , περιαθροίζομαι gather about pres part mp masc acc sg περιαθροϊζόμενον , περιαθροίζομαι gather about pres part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαθροισμός — ὁ, Α [περιαθροίζομαι] η σε κύκλο συνάθροιση … Dictionary of Greek